Υμέν — Α βλ. Ὑμήν … Dictionary of Greek
Ὑμέν' — Ὑμένα , Ὑμήν Hymen masc acc sg Ὑμένι , Ὑμήν Hymen masc dat sg Ὑμένε , Ὑμήν Hymen masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Hymenoptera — «Himenóptero» redirige aquí. Para el cortometraje de 1992, véase Himenóptero (corto). Hymenoptera … Wikipedia Español
εφυμενίδα — η βοτ. το συνεχές αδιάβροχο προστατευτικό στρώμα που καλύπτει την επιδερμίδα τών φύλλων και άλλων ευαέριων τμημάτων τών περισσότερων ανώτερων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑμεν ίδα (< ὑμήν, ένος)] … Dictionary of Greek
μεροπήιος — μεροπήϊος, ον, θηλ. και μεροπηΐς, ΐδος (Α, Μ μερόπειος, α και η, ον) ανθρώπινος, θνητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέροψ, οπος «αυτός που έχει έναρθρη φωνή» + κατάλ. ήϊος (πρβλ. κρην ήιος, υμεν ήιος)] … Dictionary of Greek